- απολυτρωτικός
- -ή, -όαυτός που απολυτρώνει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απολυτρωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συντελεί στην απολύτρωση: Η θυσία του Χριστού στο Γολγοθά ήταν απολυτρωτική για τον άνθρωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπολυτρωτικαί — ἀπολυτρωτικός for ransom fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτήριος — α, ο 1. που σώζει, ο πρόξενος σωτηρίας, ο απολυτρωτικός. 2. φρ., «το σωτήριο έτος τάδε», το έτος που αριθμείται από τη γέννηση του Χριστού, του Σωτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)